- παρελκύσῃ
- παρελκύσηι , παρέλκυσιςprotractionfem dat sg (epic)παρέλκωdraw asideaor subj mid 2nd sgπαρέλκωdraw asideaor subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρέλκυση — η / παρέλκυσις, ύσεως, ή ΝΜΑ [παρελκύω] 1. μη περάτωση μιας ενέργειας ή διαδικασίας κατά την διάρκεια τού αναγκαίου ή προκαθορισμένου χρόνου αλλά η συνέχιση της και πέρα από αυτόν, παράταση 2. βραδύτητα, επιβράδυνση, αργοπορία 3. η με αναβολές… … Dictionary of Greek
παρέλκυση — η παράταση, καθυστέρηση σκόπιμη συχνά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διελκυσμός — διελκυσμός, ο (Α) [ελκυσμός] 1. σύρσιμο εδώ κι εκεί 2. καθυστέρηση, παρέλκυση, αναβολή 3. λογομαχία, φιλονικία … Dictionary of Greek
παρελκυσμός — ὁ, ΜΑ (για ασθένεια) η παρέλκυση, αργοπορία, επιβράδυνση μσν. επιμήκυνση τού χρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρελκύω + κατάλ. σμός τών ρ. σε ζω] … Dictionary of Greek
παρελκυστικός — ή, ό αυτός που συντελεί, βοηθά την παρέλκυση, αυτός που παρελκύει: Παρελκυστική τακτική, μέθοδος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)